ἐξεργάσῃ

ἐξεργάσῃ
ἐξεργάζομαι
work out
aor subj mp 2nd sg
ἐξεργάζομαι
work out
fut ind mp 2nd sg
ἐξεργάζομαι
work out
aor subj mp 2nd sg (attic)
ἐξεργάζομαι
work out
fut ind mp 2nd sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεργάσηι — ἐξεργάσῃ , ἐξεργάζομαι work out aor subj mp 2nd sg ἐξεργάσῃ , ἐξεργάζομαι work out fut ind mp 2nd sg ἐξεργάσῃ , ἐξεργάζομαι work out aor subj mp 2nd sg (attic) ἐξεργάσῃ , ἐξεργάζομαι work out fut ind mp 2nd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξεργάζομαι — (AM ἐξεργάζομαι) [εργάζομαι] κατεργάζομαι, δουλεύω καλά αρχ. 1. φέρω σε πέρας, ολοκληρώνω («καὶ τὶς βλέποντα σώματ ἐξεργάζεται;», Ευρ.) 2. (για αγρό) καλλιεργώ 3. (για φυτά) περιποιούμαι 4. (για συγγραφέα) επεξεργάζομαι 5. απόλ. πραγματεύομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”